Γονιμότητα : Εξωσωματική γονιμοποίηση, γυναικεία στειρότητα & ενδοκρινολογία
Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ζευγαριών που αντιμετωπίζουν προβλήματα τεκνοποίησης έχει αυξηθεί. Η μειωμένη γονιμότητα μπορεί να οφείλονται σε εξωτερικούς συντελεστές (άγχος, περιβαλλοντικοί κίνδυνοι, τρόπος ζωής) ή σε εσωτερικά προβλήματα (ενδοκρινολογία, ορμόνες κτλ).
Για να επιτευχθεί μία εγκυμοσύνη λαμβάνουν χώρα τα εξής βήματα:
Το ωάριο μόλις αναπτυχθεί στην ωοθήκη απελευθερώνεται μέσα στη σάλπιγγα. Αυτό γίνεται κάθε μήνα στη διάρκεια της ωορρηξίας. Το σπερματοζωάριο γονιμοποιεί το ωάριο στη σάλπιγγα και στη συνέχεια το γονιμοποιημένο πια ωάριο κινείται και εμφυτεύεται στη μήτρα της γυναίκας.
Αν σε κάποιο στάδιο της αναπαραγωγικής οδού προκύψει κάποιο πρόβλημα, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πιθανότητα υπογονιμότητας.
Ένα ζευγάρι που είναι σεξουαλικά ενεργό, χωρίς να χρησιμοποιεί κάποια μέθοδο αντισύλληψης και δεν επιτύχει εγκυμοσύνη μετά από ένα χρόνο προσπαθειών, θεωρείται υπογόνιμο.
Τα προβλήματα στειρότητας που σχετίζονται με τη γυναίκα αγγίζουν το 40% των περιπτώσεων, όσα σχετίζονται με τον άνδρα φτάνουν το 30%, το υπόλοιπο 30% αφορά περιπτώσεις όπου υπάρχουν προβλήματα γονιμότητας και στους δυο συντρόφους ή η αιτία είναι άγνωστη.
Γονιμότητα και γυναικεία στειρότητα
Όταν μια γυναίκα αδυνατεί να συλλάβει μπορεί να αντιμετωπίζει κάποιο από ακόλουθα προβλήματα:
- Πρόβλημα απελευθέρωσης ωαρίου
Σε κάποιες γυναίκες τα ωάρια που βγαίνουν από τις ωοθήκες είτε δεν είναι ώριμα είτε η ωορρηξία είναι ακανόνιστη. Αυτό είναι απόρροια ορμονικής ανισορροπίας που μπορεί να οφείλεται στην παχυσαρκία ή στην απότομη απώλεια βάρους, στο σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών και σε άλλους παράγοντες.
- Πρόβλημα στις σάλπιγγες
Μετά από μια λοίμωξη, ή εγχείρηση στα όργανα της πυέλου ή λόγω ενδομητρίωσης, οι σάλπιγγες μπορούν να πάθουν βλάβη ή να κλείσουν. Ως αποτέλεσμα αυτού, το σπέρμα δε μπορεί να φτάσει στο ωάριο ή ένα γονιμοποιημένο ωάριο δε μπορεί να προσεγγίσει τη μήτρα.
- Ανωμαλίες μήτρας
Σε αυτή την περίπτωση η μήτρα μπορεί να μην έχει σχηματιστεί σωστά. Οι ανωμαλίες μήτρας περιλαμβάνουν αλλαγές στο περίγραμμα της εξωτερικής επιφάνειας ή στην εσωτερική κοιλότητα, επίσης υπάρχει το ενδεχόμενο ένας συνδετικός ιστός να μπλοκάρει μέρος της κ.α.
- Προβλήματα στον τράχηλο
Ορισμένες φορές ορμονικές διαταραχές διαφοροποιούν τη βλέννα του τραχήλου της μήτρας και τα σπερματοζωάρια αδυνατούν να τη διαπεράσουν και να φτάσουν στις σάλπιγγες ώστε να γονιμοποιηθεί το ωάριο.
Μερικοί επιπλέον παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα υπογονιμότητας στις γυναίκες είναι οι εξής:
- Η ηλικία που επιλέγει μια γυναίκα να τεκνοποιήσει, η οποία αυξάνεται με τη πάροδο των ετών αφού πολλές γυναίκες επιλέγουν να κάνουν ένα παιδί μετά τα 35 χρόνια.
- Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα όπως η γονόρροια, τα χλαμύδια κτλ.
- Η λήψη αντικαταθληπτικών, ηρεμιστικών κτλ.
- Η κακή διατροφή που οδηγεί σε παχυσαρκία.
- Το κάπνισμα επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των ωαρίων και αυξάνει τον κίνδυνο αποβολής ή πρόωρου τοκετού.
- Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ αυξάνει τον κίνδυνο συγγενών ανωμαλιών.
- Το άγχος.
Γονιμότητα και ενδοκρινολογία (θυρεοειδής)
Ένας σημαντικός παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα μιας γυναίκας είναι ο θυρεοειδής. Οι ορμόνες θυροξίνη Τ4 και τριιωδοθυρονίνη Τ3 ανάλογα με τα επίπεδά τους μπορεί να επιδράσουν στη σωστή λειτουργία της εμμήνου ρήσης, του πλακούντα κτλ.
Είναι συχνό φαινόμενο γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας, στις οποίες συστήνεται να εξεταστούν για τις ορμόνες του θυρεοειδή, να ανακαλύψουν για πρώτη φορά τότε, ότι έχουν κάποια θυρεοειδική πάθηση.
Στις γυναίκες που βρίσκονται στη κατάλληλη ηλικία για να αποκτήσουν ένα παιδί οι τιμές της TSH είναι συνήθως μικρότερες από 3mIU/ml. Στις περιπτώσεις που οι τιμές είναι μεγαλύτερες υπάρχει η πιθανότητα υπολειτουργίας του θυρεοειδή. Όταν η TSH παρουσιάζεται αυξημένη ενώ οι ορμόνες Τ3 και Τ4 βρίσκονται σε φυσιολογικά επίπεδα, μπορεί να επηρεαστεί η σύλληψη εξαιτίας διαταραχής της ωοθηλακιορρηξίας, αλλά αυξάνονται και οι πιθανότητες μιας αποβολής. Αν λοιπόν από έναν πρώτο έλεγχο διαπιστωθεί υψηλότερη τιμή TSH από τις φυσιολογικές, συστήνεται επανάληψη της εξέτασης και έλεγχος των αντιθυροειδικών αντισωμάτων.
Ο υποθυρεοειδισμός παίζει σημαντικό ρόλο στη γονιμότητα μιας γυναίκας αφού μπορεί:
- Να προκαλέσει διαταραχή στη συχνότητα του κύκλου εμμήνου ρήσης
- Να μειώσει τη συχνότητα της ωοθηλακιορρηξία
- Να επηρεάσει την εμφύτευση του εμβρύου
- Να επιδράσει αρνητικά στην ποιότητα των ωαρίων, που με τη σειρά της μπορεί να μειώσει την πιθανότητα μιας επιτυχημένης εξωσωματικής
Με τη σωστή θεραπεία οι ορμόνες επανέρχονται στις φυσιολογικές τιμές και αποκαθίστανται οι λειτουργίες του οργανισμού.
Όταν μιλάμε για αυτοάνοσες παθήσεις του θυρεοειδούς , οι τιμές των αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων παρουσιάζονται αυξημένες. Αποτέλεσμα των υψηλών τιμών είναι να αυξηθεί η πιθανότητα υπογονιμότητας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση εξωσωματικής γονιμοποίησης, όπου γυναίκες με αυτοάνοση πάθηση θυρεοειδούς έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποβάλουν.
Από την άλλη πλευρά ο ήπιος υπερθυρεοειδισμός δεν επηρεάζει τόσο πολύ τη γονιμότητα των γυναικών. Απόρροια του υπερθυρεοειδισμού είναι οι γυναίκες ορισμένες φορές να παρατηρήσουν αλλαγές τόσο στη διάρκεια όσο και στην ποσότητα του αίματος στην περίοδο τους. Όταν οι εξετάσεις δείξουν φυσιολογικές τιμές των ορμονών του θυρεοειδή (στα ανώτερα φυσιολογικά επίπεδα) και χαμηλές τιμές TSH, η θεραπεία δεν είναι απαραίτητη και συστήνεται τακτική παρακολούθηση. Φυσικά όταν οι τιμές των ορμονών του θυρεοειδή είναι πολύ υψηλές, μιλάμε για σοβαρό υπερθυρεοειδισμό, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει διακοπή της περιόδου μιας γυναίκας, ενώ σε μία ενδεχόμενη εγκυμοσύνη αυξάνεται ο κίνδυνος επιπλοκών. Σε αυτή την περίπτωση η θεραπεία είναι απαραίτητη.
Γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία και έχουν ξεκινήσει προσπάθειες για να επιτευχθεί μια εγκυμοσύνη, είναι καλό να κάνουν τις απαραίτητες εξετάσεις, ώστε αν διαπιστωθεί κάποια πάθηση του θυρεοειδούς να αντιμετωπιστεί σωστά.
Γονιμότητα και εξωσωματική γονιμοποίηση
Όταν διαπιστωθεί ότι μία γυναίκα αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υπογονιμότητας, γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί, για να μπορέσει η γυναίκα να τεκνοποιήσει. Ο τρόπος αντιμετώπισης εξαρτάται κάθε φορά από την αιτία υπογονιμότητας. Είτε προχωράμε σε αποκατάσταση της γονιμότητας με τη βοήθεια φαρμακευτικής αγωγής ή χειρουργικής επέμβασης, είτε προτείνεται κάποια μέθοδος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση αποτελεί μία από τις πλέον διαδεδομένες και αποτελεσματικές μεθόδους αντιμετώπισης της υπογονιμότητας. Με τη μέθοδο αυτή, λαμβάνονται ωάρια από τη γυναίκα, γονιμοποιούνται στο εργαστήριο και επανατοποθετούνται στο ενδομήτριο. Με αυτό τον τρόπο αποσκοπούμε στην επίτευξη μιας εγκυμοσύνης.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση προτείνεται σε ζευγάρια με προβλήματα υπογονιμότητας που δε μπορούν να ξεπεραστούν για παράδειγμα δυσλειτουργία των σαλπίγγων της γυναίκας ή ολιγοσπερμία στον άνδρα. Τις περισσότερες φορές το ζευγάρι που θα προχωρήσει σε εξωσωματική γονιμοποίηση έχει ήδη δοκιμάσει λιγότερο επεμβατικές μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και δεν έχει καταφέρει να τεκνοποιήσει. Σημαντικός παράγοντας για την επιλογή της εξωσωματικής είναι η ηλικία της γυναίκας. Όταν έχει περάσει τα 37 χρόνια και δυσκολεύεται να μείνει έγκυος, η εξωσωματική είναι ένας τρόπος για να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Πορεία Εξωσωματικής Γονιμοποίησης
Στο πρώτο στάδιο η γυναίκα λαμβάνει ορμονικά φάρμακα για να διεγερθούν οι ωοθήκες και να παράγουν περισσότερα ωάρια. Η διέγερση αυτή διαρκεί περίπου 2 εβδομάδες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα η γυναίκα παρακολουθείται για να διαπιστωθεί κατά πόσο ανταποκρίνονται οι ωοθήκες και αν τα ωάρια έχουν λάβει το επιθυμητό μέγεθος.
Κάθε μήνα η γυναίκα αναπτύσσει και απελευθερώνει ένα ώριμο ωάριο, με τη χορήγηση των ορμονών στοχεύουμε στην ανάπτυξη πολλαπλών ωοθυλακίων. Όταν τα ωοθυλάκια φτάνουν στο κατάλληλο μέγεθος ο γιατρός προχωρά στη λήψη των ώριμων ωαρίων με διακολπική παρακέντηση των ωοθυλακίων. Η ωοληψία γίνεται με ελαφριά νάρκωση και είναι μια ανώδυνη διαδικασία.
Πριν τη λήψη των ωαρίων λαμβάνεται δείγμα σπέρματος από τον άνδρα. Από το δείγμα επιλέγονται τα πιο κινητικά, υγιή σπερματοζωάρια και παραμένουν στο εργαστήριο.
Η εμβρυομεταφορά γίνεται δυο με τρεις μέρες μετά την ωοληψία. Πραγματοποιείται χωρίς νάρκωση με ένα λεπτό καθετήρα. Μετά από δέκα μέρες περίπου γίνεται το τεστ κύησης.
Οι πιθανότητες σύλληψης φτάνουν έως και το 40%. Εξαρτάται βέβαια από πολλούς παράγοντες. Ένας από τους πιο βασικούς είναι η ηλικία της γυναίκας.
Αν δεν επιτευχθεί εγκυμοσύνη μπορεί να επαναληφθεί επόμενη εξωσωματική μετά από 3-4 μήνες. Στα περισσότερα κέντρα εξωσωματικής σήμερα παρέχεται η δυνατότητα κατάψυξης περισσοτέρων εμβρύων για να χρησιμοποιηθούν σε επόμενη προσπάθεια με εξωσωματική.
Με τον τρόπο αυτό δεν είναι απαραίτητη η φαρμακευτική αγωγή για τη διέγερση των ωοθηκών.
Μία εναλλακτική οδός είναι η συλλογή του ωαρίου κάθε μήνα, η εξωσωματική γονιμοποίησή του και η κατάψυξή του. Σε ένα διάστημα μερικών μηνών τα έμβρυα τοποθετούνται στην ενδομητριακή κοιλότητα.
Τα ποσοστά επιτυχίας μιας εξωσωματικής γονιμοποίησης κυμαίνονται στο 28-30%. Σε γυναίκες μικρής ηλικίας χωρίς άλλα προβλήματα το ποσοστό μπορεί να φτάσει και το 40%. Η ηλικία της γυναίκας είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για την επιτυχημένη έκβαση της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Τα προβλήματα γονιμότητας ενός ζευγαριού μπορεί να οφείλονται σε πολλούς παράγοντες. Όταν ένα ζευγάρι δει ότι δυσκολεύεται να τεκνοποιήσει καλό είναι να απευθυνθεί χωρίς άγχος στο γιατρό. Εκείνος με τη σειρά του θα προτείνει τις κατάλληλες εξετάσεις για να εντοπιστεί η αιτία υπογονιμότητας. Ανάλογα με τα αποτελέσματα ο γιατρός είτε θα προσπαθήσει με θεραπεία να αποκαταστήσει τη γονιμότητα, είτε θα προτείνει κάποιο τρόπο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση) για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα που δεν είναι άλλο από την απόκτηση ενός παιδιού.