Η υπογονιμότητα είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που απασχολεί ολοένα και περισσότερα ζευγάρια τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία το 15% των ζευγαριών παγκοσμίως αντιμετωπίζει πρόβλημα σύλληψης ή δεν μπορεί να αποκτήσει τον αριθμό των παιδιών που επιθυμεί. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για πρωτοπαθή υπογονιμότητα και στη δεύτερη για δευτεροπαθή.
Με τον όρο υπογονιμότητα εννοούμε τη μη επίτευξη σΤο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα ορμονικά προβλήματα που ταλαιπωρούν τις γυναίκες που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία μία στις δέκα γυναίκες ηλικίας από 18 έως 40 ετών πάσχει από το συγκεκριμένο σύνδρομο.
Με τον όρο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών εννοούμε τις ωοθήκες που κάτω ακριβώς από την επιφάνειά τους περιέχουν μικροσκοπικές κύστεις μεγέθους περίπου οκτώ χιλιοστών η κάθε μία. Ουσιαστικά οι κύστεις αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά ωοθυλάκια που περιέχουν ωάρια, τα οποία δεν έχουν αναπτυχθεί εξ αιτίας διάφορων ορμονικών παραγόντων.
Ποια είναι τα ύποπτα συμπτώματα που μαρτυρούν το πρόβλημα
Τα συμπτώματα που μαρτυρούν την ύπαρξη συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών είναι τα εξής :
• Ανεξήγητα αυξημένη τριχοφυϊα στο πρόσωπο, την πλάτη, το στομάχι και το στήθος
• Λιπαρό δέρμα με τάσεις ακμής
• Πανάδες και στίγματα
• Αυξημένο σωματικό βάρος
• Διαταραχές στον έμμηνο κύκλο
• Υπογονιμότητα
• Συσσώρευση λίπους στην περιοχή της κοιλιάς
• Πόνος χαμηλά στην κοιλιά
• Υψηλή αρτηριακή πίεση
• Υψηλή χοληστερόλη
• Διαβήτης τύπου β
• Ανδρογενής τριχόπτωση
• Επεισόδια άπνοιας κατά τον ύπνο
Αξίζει να σημειωθεί πως δεν είναι απαραίτητο μια γυναίκα να εμφανίσει όλα τα παραπάνω συμπτώματα. Ορισμένες ενδέχεται να εμφανίσουν μόνο ένα ενώ κάποιες άλλες να εμφανίσουν έναν συνδυασμό αυτών. Ωστόσο και μόνο ένα από αυτά αρκεί για να σας βάλει σε υποψίες.
Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών : Τι πρέπει να κάνετε
Στην περίπτωση που παρουσιάζετε κάποιο από τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως θα πρέπει να συζητήσετε με το γυναικολόγο σας, ο οποίος με βάση την κλινική εικόνα που παρουσιάζετε, τη γυναικολογική εξέταση, το υπερηχογράφημα ωοθηκών και τα αποτελέσματα του εργαστηριακού ορμονολογικού ελέγχου θα επιβεβαιώσει ή όχι την ύπαρξη του συνδρόμου και θα σας συστήσει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή προκειμένου να σας βοηθήσει να απαλλαγείτε από αυτό.
ύλληψης μετά την πάροδο 12 μηνών κατά τους οποίους το ζευγάρι είχε συχνές σεξουαλικές επαφές, ανά 2 με 3 ημέρες, χωρίς προφύλαξη και η γυναίκα είναι κάτω των 36 ετών. Όταν παρέλθει αυτό το διάστημα και δεν επιτευχθεί η σύλληψη τότε το ζευγάρι θα πρέπει να υποβληθεί σε συγκεκριμένες εξετάσεις για να διερευνηθεί εάν είναι υπογόνιμο ή όχι.
Οι συνήθεις εξετάσεις που πρέπει να κάνει η γυναίκα είναι :
- να αποκλείσει το ενδεχόμενο ενδομητρίωσης μέσω λαπαροσκόπησης
- να σιγουρευτεί πως δεν πάσχει από σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών μέσω ειδικού ορμονολογικού ελέγχου
- να αποκλείσει την περίπτωση απόφραξης των σαλπίγγων μέσω υστεροσαλπιγγογραφίας
Παράλληλα ο άνδρας θα πρέπει να ελέγξει τον αριθμό των σπερματοζωαρίων, την κινητικότητά τους και τη μορφολογική τους σύσταση μέσω σπερμοδιαγράμματος.
Η υπογονιμότητα αφορά εξίσου και τα δύο φύλα. Σε αντίθεση με όσα πιστεύαμε παλαιότερα πως το κύριο μέρος ευθύνης το είχε η γυναίκα έρευνες έχουν δείξει πως σε ποσοστό 40% ευθύνεται ο άντρας και στο ίδιο ακριβώς ποσοστό ευθύνεται η γυναίκα για την ύπαρξη υπογονιμότητας σε ένα ζευγάρι.
Ο τρόπος αντιμετώπισης ποικίλει ανάλογα με το αν πρόκειται για γυναικεία ή αντρική υπογονιμότητα καθώς και από την αιτία που την προκαλεί.
Σε πολλές περιπτώσεις η αντρική υπογονιμότητα οφείλεται σε κάποια φλεγμονή και αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής ενώ η γυναικεία γονιμότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της διάνοιξης των σαλπίγγων στην περίπτωση απόφραξης ή μέσω αφαίρεσης των ινομυωμάτων.
Εάν το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται και δεν μπορεί να επιλυθεί, ο γυναικολόγος θα προτείνει πιο δραστικές μεθόδους αντιμετώπισης όπως η σπερματέγχυση ή η εξωσωματική γονιμοποίηση.
Σε κάθε περίπτωση το ζευγάρι δεν θα πρέπει να χάνει πολύτιμο χρόνο αρνούμενο να δεχτεί πως υπάρχει πρόβλημα και να αναζητήσει το συντομότερο δυνατό τη βοήθεια ειδικού.