Τις τελευταίες δεκαετίες, με την ανάπτυξη των προηγμένων τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, πολλές μελέτες έχουν γίνει από διάφορα ερευνητικά κέντρα, παγκοσμίως, για το αν οι τεχνικές αυτές αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης γυναικολογικών καρκίνων. Αν και μέχρι τώρα καμία αποδεδειγμένη σύνδεση των δύο δεν έχει διαπιστωθεί από τους ερευνητές, οι μελέτες συνεχίζονται και σωστό είναι η έρευνα να ψάχνει και να δίνει απαντήσεις σε όλες τις παραμέτρους των ιατρικών πράξεων.
Σύμφωνα με μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Breast Cancer Research και στην οποία συμμετείχαν 43.313 γυναίκες, ηγονιμότητα και οι ορμονικές θεραπείες για την αποκατάσταση της γονιμότητας μπορεί να επηρεάσουν την ποσότητα του πυκνού ιστού στο στήθος, κάτι που αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τον καρκίνο του μαστού.

Οι ερευνητές στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα, της Σουηδίας, διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες με ιστορικό υπογονιμότητας είχαν πυκνότερο μαστό από τις μη υπογόνιμες γυναίκες. Η συσχέτιση ήταν πιο έντονη στις γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε ελεγχόμενη διέγερση των ωοθηκών (COS), μία ορμονική θεραπεία που απαιτείται για την εξωσωματική γονιμοποίηση. Ενώ αυτό μπορεί να υποδεικνύει μια πιθανή δυσμενή επίδραση του COS στην πυκνότητα του μαστού, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι το αποτέλεσμα μπορεί να οφείλεται στην υποκείμενη υπογονιμότητα, παρά στην ίδια τη θεραπεία.

Αυτή είναι η πρώτη μελέτη για τη διερεύνηση της επίδρασης της υπογονιμότητας και της ορμονικής διέγερσης, εξετάζοντας την πυκνότητα των μαστών μέσω μαστογραφίας. Η μελέτη μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο δείκτη για την επίδραση της ορμονικής θεραπείας γονιμότητας στον κίνδυνο του καρκίνου του μαστού, ιδιαίτερα σε γυναίκες μικρότερες των 50 ετών, όπου η διάγνωση του καρκίνου του μαστού είναι πιο συχνή.

Καθώς αυτή η μελέτη στηρίχθηκε σε αυτο-αναφερόμενες πληροφορίες αλλά και λόγω του σχεδιασμού της, οι ερευνητές τονίζουν ότι καμία συνάφεια δεν μπορεί αν αποδειχτεί μεταξύ ορμονικής θεραπείας γονιμότητας, υπογονιμότητας και πυκνότητας του μαστού. Λαμβάνοντας υπόψη την παρατηρούμενη, μέτρια συσχέτιση μεταξύ υπογονιμότητας, ορμονικής θεραπείας και πυκνότητας του μαστού, είναι δικαιολογημένη η συνεχής παρακολούθηση των γυναικών που υποβάλλονται σε COS, σύμφωνα με τους ερευνητές.

Οι ερευνητές πιστεύουν ότι είναι σημαντικό να συνεχιστεί η παρακολούθηση αυτών των γυναικών, παρόλο που η παρατηρούμενη διαφορά στον όγκο του ιστού του μαστού είναι σχετικά μικρή και συνδέεται μόνο με μια μέτρια αύξηση του κινδύνου καρκίνου του μαστού, όπως έχουν δείξει και προηγούμενες μελέτες.

Οι διάφορες ορμονοθεραπείες, όπως η ελεγχόμενη διέγερση των ωοθηκών COS, αυξάνουν τα επίπεδα των οιστρογόνων και της προγεστερόνης και για το λόγο αυτό έχουν προκαλέσει ανησυχίες ότι αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Γενικότερα, οι γυναίκες με εξαιρετικά πυκνούς μαστούς διατρέχουν τέσσερις με έξι φορές υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού από τις γυναίκες με μη-πυκνούς μαστούς, όπως έχουν διαπιστώσει προηγούμενες έρευνες. Κάθε νέα έρευνα δίνει πολύτιμες πληροφορίες. Είναι, ωστόσο, απόλυτα ξεκάθαρο σε εμάς τους γιατρούς ότι, πριν υποβληθεί κάποια γυναίκα σε θεραπεία υπογονιμότητας, γίνεται έλεγχος και ενημέρωση για το πιθανό ρίσκο, λαμβάνεται πλήρες ιστορικό και διενεργούνται όλες οι απαραίτητες εξετάσεις, τόσο πριν τη θεραπεία όσο και μετά την ολοκλήρωσή της. Ωστόσο, καμία από τις μέχρι τώρα μελέτες δεν έχει αποδείξει σύνδεση μεταξύ αύξησης κινδύνου του καρκίνου του μαστού και θεραπείας της υπογονιμότητας.