Ο μητρικός θηλασμός έχει αποδειχθεί ότι έχει πολλαπλά οφέλη υγείας, τόσο για την μητέρα, όσο και για το παιδί. Ωστόσο, ο σύγχρονος τρόπος ζωής της γυναίκας δεν επιτρέπει πάντα το αποκλειστικό θηλασμό του παιδιού. Θηλάζουν άραγε οι ελληνίδες τα παιδιά τους και πόσο; Ποιοι παράγοντες συντελούν στην διακοπή του;
Αν και ιστορικά το μητρικό γάλα ήταν η πρώτη τροφή για τον άνθρωπο, τα ποσοστά του μητρικού θηλασμού, ιδιαίτερα στον δυτικό κόσμο, γνώρισαν κατακόρυφη πτώση από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά. Αυτό, κοινωνιολογικά αποδίδεται στο γεγονός ότι κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι γυναίκες ήρθαν σε επαφή με το γάλα σε μορφή σκόνης και στις επόμενες δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 έκαναν χρήση του γάλακτος εμπορίου αφού είχαν πεισθεί ότι είναι εφάμιλλο του μητρικού.
Ευτυχώς μετά το 1970 αρχίσε να παρατηρείται στροφή προς το μητρικό θηλασμό. Η προσπάθεια ωστόσο δεν απέδωσε καρπούς γιατί οι γυναίκες δεν βοηθήθηκαν από τα ίδια τα μαιευτήρια και συνέχισαν να χορηγούν γάλα εμπορίου σε μεγάλο ποσοστό.
Σήμερα, στην Ευρώπη τα ποσοστά αποκλειστικού μητρικού θηλασμού τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του βρέφους παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις. Πρωταθλήτριες φαίνεται να είναι οι Νορβηγίδες οι οποίες θηλάζουν αποκλειστικά τα παιδιά τους, κατά την γέννηση σε ποσοστό που προσεγγίζει το 100%, στους έξι μήνες κατά 80% και στους 12 μήνες κατά 40%.
Σύμφωνα με έρευνα του 2007 που έγινε από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, στην Ελλάδα το 89% των εγκύων έχει ήδη αποφασίσει να θηλάσει το παιδί προ της γέννησης του και το 88% των νέων μητέρων ξεκινά το θηλασμό του παιδιού μετά τη γέννηση. Την πρώτη ημέρα ζωής θήλασαν αποκλειστικά το 41% των γυναικών, στο τέλος του πρώτου μήνα θήλαζε μόλις το 21% και στο τέλος του 3ου μήνα το 11%. Τον έκτο μήνα το ποσοστό αυτό σχεδόν μηδενίστηκε (0,9%).
Από τα στοιχεία σχετικά με το θηλασμό συνολικά, ανεξάρτητα αν αυτός ήταν αποκλειστικός, ή μη, προκύπτει ότι την πρώτη ημέρα της ζωής θήλασε το 87,9% των νέων μητέρων, στο τέλος της 1ης εβδομάδας συνέχιζε τον θηλασμό το 82,9%, στο τέλος του πρώτου μήνα συνέχιζε το θηλασμό το 60,2%, στο τέλος του 3ου μήνα συνέχιζε το θηλασμό το 39,4% και στο τέλος του 6ου μήνα συνέχιζε το θηλασμό το 22,0%.
Όσον αφορά τους λόγους της διακοπής του θηλασμού περίπου 50% των γυναικών που σταμάτησαν να θηλάζουν, προέβαλαν ως βασικό λόγο διακοπής την «ανεπαρκή ποσότητα γάλακτος», ενώ για το 12% ο λόγος διακοπής του θηλασμού ήταν η επιστροφή στην εργασία. Ποσοστό 30% επικαλέστηκαν προβλήματα στο στήθος (π.χ. εισέχουσες θηλές) ή προωρότητα, ενώ οι γυναίκες που επέλεξαν να μη θηλάσουν, επικαλέστηκαν ως αιτία την προηγούμενη αρνητική εμπειρία στο θηλασμό.